- προσεύχομαι
- ΝΜΑ [εὔχομαι]κάνω προσευχή, απευθύνομαι νοερά, με λόγια ή με άσμα προς τον θεό, τους θεούς ή γενικά τις υπερφυσικές δυνάμεις, εκφράζω προς τον θεό ή τους θεούς ή προς τις υπερφυσικές δυνάμεις παράκληση, ευχαριστία ή δοξολογία (α. «προσεύχεται καθημερινά» β. «καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο», ΚΔγ. «θεοῑς μὲν αὖθις... προσεύξομαι», Αισχύλ.)αρχ.1. προσφωνώ στην προσευχή μου («ἵνα προσεύξῃ τὸν θεόν», Αριστοφ.)2. λατρεύω, τιμώ («σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατούντ' ἀεὶ», Αισχύλ.)3. παρακαλώ να επιτευχθεί κάτι («προσεύχεσθαι νίκην πολέμου», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.